Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η Αλγερινη

См. также в других словарях:

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… …   Dictionary of Greek

  • θίνες — Χαρακτηριστική μορφή συσσώρευσης άμμου, που προκαλείται από τον άνεμο. Θ. μπορούν να δημιουργηθούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον υπάρχουν άμμοι, όπου οι άνεμοι, πνέοντας με σχεδόν σταθερή κατεύθυνση, έχουν αρκετή ισχύ, ώστε να μετακινήσουν τις άμμους …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μπεν Μπελά, Αχμέτ — (Mαρνία, Οράν 1919 –). Αλγερινός επαναστάτης και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών το 1946… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκάν, Αλεξάντρ Γκαμπριέλ — (Alexandre GabrielDecamps, Παρίσι 1803 – Μπαρμπιζόν 1860). Γάλλος ζωγράφος. Ήταν από τους πρώτους που πέρασαν από τον νεοκλασικισμό στον ρομαντισμό, ζωγραφίζοντας ηθογραφίες και ανατολίτικα τοπία, πριν ακόμα ταξιδέψει στη Μικρά Ασία (1827). Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Ρενό, Πολ — (Reynaud, Μπαρσελονέτ, Κάτω Άλπεις 1878 – Νεϊγί, Παρίσι 1966). Γάλλος πολιτικός. Στη βουλή (όπου μπήκε για πρώτη φορά το 1919) υποστήριξε, χωρίς επιτυχία, τις γνώμες του Ντε Γκολ για τη δημιουργία θωρακισμένων μηχανοκίνητων μονάδων και, τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»